περιτρόχαλος

περιτρόχαλος
-ον, ΜΑ
φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» — κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους
β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» — το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα -αλος (πρβλ. γνάφ-αλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτρόχαλος — round about masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόχαλον — περιτρόχαλος round about masc/fem acc sg περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτρόχαλα — περιτρόχαλος round about neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”