- περιτρόχαλος
- -ον, ΜΑφρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» — κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τουςβ) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» — το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα -αλος (πρβλ. γνάφ-αλος)].
Dictionary of Greek. 2013.